- υβριστηρ
- ὑβριστήρ-ῆρος adj. m Anth. = ὑβριστής См. υβριστης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υβριστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑβρίστρια, ΜΑ (ποιητ. τ.) υβριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
ὑβριστῆρας — ὑβριστήρ masc acc pl ὑβριστής violent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῆρες — ὑβριστήρ masc nom/voc pl ὑβριστής violent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῆρι — ὑβριστήρ masc dat sg ὑβριστής violent masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφυβριστήρ — ἐφυβριστήρ, ὁ (Α) [εφυβρίζω] (δ. γρφ. ἐφ ὑβριστήρ) υβριστικός, προσβλητικός («ἐφυβριστῆρας ἰάμβους», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
υβρίστρια — ἡ, ΜΑ βλ. ὑβριστήρ … Dictionary of Greek